Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστὴς τ. Β΄ σ. 243-244
Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, κατὰ τὸ ἔτος 527, καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Καππαδοκῶν ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ὀνομάζεται Μουταλάσκη, υἱὸς γονέων εὐσεβῶν, τοῦ Ἰωάννου καὶ τῆς Σοφίας. Ἀμέσως λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του, ἔτρεξε στὴν ζωὴ τῶν Μοναχῶν καὶ μπῆκε σὲ ἕνα Μοναστήρι ὀνομαζόμενο Φλαβιανές. Τόσο δὲ ἐγκρατὴς ἔγινε ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ τὴν νεαρή του ἡλικία, ὥστε, βλέποντας μία φορὰ ἕνα μῆλο στὸν κῆπο καὶ ἐπιθυμώντας νὰ τὸ φάει, τὸ πῆρε μόνο στὰ χέρια καὶ εἶπε· «Ὡραῖος ἦταν στὴν ὅραση καὶ καλὸς στὴν βρώση ὁ καρπὸς πού μού προξένησε τὸ θάνατο».
Ἔπειτα ἔριξε τὸ μῆλο κατὰ γῆς καὶ τὸ καταπάτησε μὲ τὰ πόδια του. Καὶ ἀπὸ τότε ἔβαλε κανόνα καὶ ἀπόφαση στὸν ἑαυτό του, νὰ μὴ φάει μῆλο σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Καὶ μία φορὰ μπαίνοντας σὲ φοῦρνο ἀναμμένο ὁ Ἅγιος, βγῆκε ἀβλαβῆς, χωρὶς νὰ ἀγγίξει ἡ φωτιὰ καθόλου οὔτε σ’ αὐτὰ τὰ ἐνδύματά του. Κατὰ δὲ τὸ δέκατο ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, πῆγε ὁ Ὅσιος στὸν μέγα Εὐθύμιο καὶ ἀπὸ αὐτὸν στάλθηκε στὸ Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου διότι ἦταν ἀγένειος. Ἐκεῖ λοιπὸν ζώντας ὁ θεῖος Σάββας δεχόταν μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ ὅλους τούς ἀδελφούς, ἐπειδὴ ἐμιμεῖτο τοῦ καθενὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν θεάρεστη πολιτεία. Ὁπότε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τὸν ὀνόμαζε ὁ μέγας Εὐθύμιος, Παιδαριογέροντα.
Ὅταν πέρασαν ὅμως ἀρκετὰ χρόνια, τὸν ἔπαιρνε ὁ Εὐθύμιος μαζί του, ὅταν πήγαινε...